- θεοσκόταδο
- τοβαθύ σκοτάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεοσκόταδο — το πυκνό σκοτάδι, βαθύ σκοτάδι … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοσκοτεινιά — η το θεοσκόταδο … Dictionary of Greek
τρισκόταδο — το, Ν πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτάδι] … Dictionary of Greek
θεοσκοτεινιά — η θεοσκόταδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισκόταδο — το πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο: Δε βλέπει τη μύτη του στο τρισκόταδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)